Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Προσφορά στο νοσοκομείο Βέροιας

Οι μαθητές της πολιτιστικής ομάδας θέλοντας να προσφέρουν χαρά στα παιδιά του νοσοκομείου Βέροιας
αποφάσισαν να ζωγραφίσουν ένα μεγάλο έργο γεμάτο ζωντάνια και χρώματα.
Έτσι επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν μία μεικτή τεχνική ,δηλαδή κολάζ και τέμπερες για να δημιουργήσουν το  έργο τους.
Το θέμα είναι παιδικά προσωπάκια με χαρούμενες εκφράσεις σχεδιασμένα με την τεχνική των ''manga'' ,δηλαδή το ύφος των κόμικ που
είναι πολύ δημοφιλές και προέρχεται από την Ιαπωνία.
Κάθε παιδί λοιπόν σχεδίασε ένα πρόσωπο ,αυτά αποτέλεσαν την σύνθεση για το κολάζ και τελικά πλαισιώθηκαν από δύο μεγάλα ,φωτεινά ηλιοτρόπια.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που το έργο μας διακοσμεί πλέον την παιδική πτέρυγα του νοσοκομείου Βέροιας


Βόλτα στην Κυριώτισσα

"οι συγγραφείς"



            Αύγουστος του 2009. Ο Μιχάλης ξύπνησε με βαρύ κεφάλι. Το μαξιλάρι μούσκεμα. Στον ύπνο του πάλι έκλαιγε. «Γκαντεμιά» επαναλάμβανε μέσα στο αναφιλητό του.
            1923. « Αχμέτ. Γκελ μπουρία. Τσαπούκ». Περασμένες δύο το μεσημέρι. Η φωνή της Εμινέ  τέτοια ώρα, σαν του ιμάμη, ακουγόταν στα σοκάκια πίσω από τον Μεντρεσέ να φωνάζει τον γιόκα της, τον Ασλάν Αχμέτ της, όπως τον έλεγε. Ο Αχμέτ ήταν δεν ήταν δώδεκα χρόνων αλλά έμοιαζε δεκαέξι.  Δυνατό παιδί , στους τσακωμούς πάντα μέσα. Τις προάλλες που πλακώθηκε στη γειτονιά  με ένα δεκαοχτάρη από το ίδιο μιλέτι, Τούρκος και εκείνος, εύκολα τον έβαλε κάτω. «Για την τιμή του φίλου  μου», έλεγε, γιατί  είχαν περιπαίξει τα τουρκόπουλα της γειτονιάς τον Μιχάλη. Η Εμινέ τον καμάρωνε, ήταν ο προστάτης του σπιτιού της, από τότε που έχασε τον άντρα της. Πάει  χρόνος που τον βρήκαν σφαγμένο, μπροστά στο σπίτι τους. Οι Έλληνες   ακούστηκε ότι τον καθάρισαν, για αντίποινα για τους δικούς τους στη Μικρά Ασία.
            «Μιχάλη ,γρήγορα σπίτι. Ο παππούς περιμένει». Στην πιο κάτω γειτονιά, την Κυριώτισσα, στα  ελληνικά, η Ζωή φώναζε τον γιο της. Κάθε μεσημέρι το σκηνικό ίδιο. Ο παππούς, παπάς στον Άγιο Βλάση,  στην κεφαλή του τραπεζιού περίμενε με μαλακιά την καρδιά τον εγγονό του. Ίδιος και απαράλλαχτος ο μικρός με τον πατέρα  του. Άδικα κι αυτή η ψυχή  χάθηκε στους Βαλκανικούς. Μια μέρα  πριν από  την  Απελευθέρωση. Ο Μιχάλης ήταν μικροκαμωμένος, καχεκτικός, δεν έμοιαζε δώδεκα. Το βλέμμα του όμως  σπινθήριζε, αχόρταστο. Βοηθούσε συχνά τον παππού του στη λειτουργία. Του άρεσε να κοιτά τις εικόνες .Έπιανε κουβέντα μαζί τους. Προσευχόταν για τον πατέρα του να μπορεί να τους βλέπει από ψηλά, για τον παππού και τη μάνα του. Προσευχόταν και για τον φίλο του, τον Αχμέτ, τώρα τελευταία πιο πολύ.
            Η ζωή έτσι τα ‘φερε, να ταιριάξουν τα παιδιά. Όλη μέρα ροβολούσαν από τον Μεντρεσέ στην Κυριώτισσα. Κρυφοκοιτάζανε τις  Τουρκάλες που έμπαιναν στα Δίδυμα, μήπως δουν τον λευκό αστράγαλο κάτω από την βράκα. Και κείνη η ρωμιά η Βασιλική. Άτιμο θηλυκό, το είχε μυριστεί  πως ήταν  θηλυκό και όλο πουλούσε σκέρτσο στους μικρούς. ΟΑχμέτ και ο Μιχάλης δεν είχαν  να χωρίσουν κάτι. Αντίθετα είχαν να ενώσουν, την αποκοτιά και την αψάδα με την  σπιρτάδα και τον  νου. Αν τύχει και πείραζε κάποιος τον Μιχάλη για το χλωμό του πρόσωπο, ο  Αχμέτ έβγαινε μπροστά και αν κάποιος  κορόιδευε τον Αχμέτ ότι ήταν κομμάτι  μπουνταλάς   ο Μιχάλης  έβγαινε μπροστά δικηγόρος , σωστός χριστιανός.
            Μετά τις σφαγές στη Σμύρνη, τα μάτια πήραν να αλλάζουν χρώμα, έγιναν πιο  σκοτεινά. Πρόσφυγες, πονεμένοι άνθρωποι, ήρθαν πολλοί και στην Καραφέρια. Ο καθένας με μνήμες ανυπόφορες και πόνους, σφαγμένοι γονείς, παππούδες, παιδιά, καμένα σπίτια. Οι τσέτες του Κεμάλ  ήταν άγριοι , χωρίς λύπηση. Τα  ‘καψαν όλα μπρος τους. Και ενώ οι πολιτικοί πάλευαν με  τα λόγια, οι άνθρωποι  συνερίζονταν πια με τα μάτια. Στην  Βέροια, οι Έλληνες, άλλοι πήραν να αγριοκοιτάνε, άλλοι – λίγοι-  να κοιτούν με λύπη τον παλιό γείτονα που άρχισε να μαζεύει  σκεπάσματα, βράκες και φέσια.
            Ο Μιχάλης και ο Αχμέτ δεν πολυκαταλάβαιναν  τι γινόταν, δεν ήθελαν να καταλάβουν. Όλο και πιο πολύ τώρα χάνονταν στις ρούγες , όλο και πιο πολύ δεν άκουγαν  την Εμινέ και τη Ζωή που φώναζαν στις δυο το μεσημέρι. Η  Εμινέ μάζευε  τώρα  το λιγοστό προικιό. Τι να πάρει, τι να αφήσει.
-Τι θα γίνει Μιχάλη; Η  μάνα μου φοβάται. Να πάμε γρήγορα στους δικούς μας  λέει συνέχεια. Έχει  εμένα αλλά  τι να σου κάνει μια γυναίκα χήρα;
-Στο σπίτι δε μιλάμε πολύ. Ο παππούς λυπάται. Χθες στη λειτουργία προσευχήθηκε για σένα και τη μάνα σου.
            Τέλος Ιούλη. Η Ζωή και  ο πεθερός της πίσω από τις μισόκλειστες κουρτίνες, από το παράθυρο πάνω από το σαχνισί, κοιτάζουν   την Εμινέ, που μοιάζει σαν χαμένη, τον Αχμέτ, το σφιχταγκάλιασμα του με  τον Μιχάλη. Έτσι  το όρισαν στη Λοζάνη. Εσείς από εκεί και εμείς από εδώ. Ο  Μιχάλης  κοίταξε χάμω. Πήρε μια λευκή πέτρα και την έδωσε στον Αχμέτ. «Για να θυμάσαι τα παιχνίδια μας  στις αλάνες». Το κάρο ξεκίνησε.
            Καλοκαίρι του 2003.΄Ενα λεωφορείο  με Τούρκους τουρίστες  λίγο έξω από την Βέροια συγκρούεται με ένα φορτηγό. Ο οδηγός του φορτηγού, ένας μεθυσμένος ασυνείδητος. Νεκρός ένας. Αχμέτ Τσετίν, ετών 92, ο επιβάτης με τα  θολά μάτια που καθόταν στη θέση 1.. Στη  χούφτα του κρατούσε μια λευκή πέτρα.
 

"οι ιστορικοί"



Οθωμανικά κτίρια της Βέροιας
          Η Βέροια υπέμεινε τον τουρκικό ζυγό από το 1430 έως τις 16 Oκτωβρίου του 1912. Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η πόλη ήταν το κέντρο μιας διοικητικής περιφέρειας, που περιελάμβανε πάνω από εκατό οικισμούς και εκτεινόταν από την αποξηραμένη σήμερα λίμνη των Γιαννιτσών στο βορρά έως τα περίχωρα της Κατερίνης στο νότο και από τον Αλιάκμονα και το Αιγαίο ανατολικά έως το Βέρμιο δυτικά. Η Βέροια, ενταγμένη στο οθωμανικό σύστημα επαρχιακής διοίκησης, μαζί με την Έδεσσα, τη Νάουσα, τα Γιαννιτσά και το Γυναικόκαστρο στην περιοχή του Κιλκίς, ανήκαν στο σαντζάκι (περιφέρεια) της Θεσσαλονίκης. Στις αρχές του αιώνα η Βέροια είχε πληθυσμό που έφτανε τους 13.000 κατοίκους. Από αυτούς, 6.000 ήταν Έλληνες,5.500 Τούρκοι, 700 Εβραίοι και 500 Γύφτοι και Αιθίοπες. Oι Έλληνες κατοικούσαν στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της πόλης, σε χριστιανικούς μαχαλάδες. Κάθε μαχαλάς είχε ως κοινωνικό κέντρο την εκκλησία του, που άλλοτε είχε χτιστεί κρυφά ανάμεσα σε σπίτια και άλλοτε με την άδεια των κατακτητών. Με τον ίδιο τρόπο οι Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στο νότιο και δυτικό τμήμα της πόλης, σε δεκαέξι συνοικίες, με κέντρο τα τζαμιά τους. Μόνο τρεις από αυτές τις συνοικίες φαίνεται ότι δεν είχαν το δικό τους τέμενος. Το σημείο συνάντησης όλων των κατοίκων της πόλης, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και το θρήσκευμά τους ήταν το μπεζεστένι (κλειστή αγορά), που κάηκε στην καταστροφική πυρκαγιά του 1864.
          Όταν εγκαταστάθηκαν οι Τούρκοι στην πόλη μετέτρεψαν παλιές εκκλησίες σε τζαμιά. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η Παλιά Μητρόπολη, το Χουνκιάρ τζασίμι, το Καζακτσί και Μπαμπά τεκέ τζαμί. Το σύνολο των τζαμιών στη Βέροια ήταν 14. Άλλος τομέας στον οποίο αναπτύχθηκε οικοδομική δραστηριότητα ήταν τα δημόσια τουρκικά λουτρά, τα χαμάμ.
Ορτά τζαμί
Ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής που σώζονται στην πόλη είναι το Oρτά Τζαμί, δηλαδή κεντρικό τζαμί. Όπως μας φανερώνει και το όνομά του, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στη νησίδα που ορίζουν οι οδοί Κεντρικής, Λεωνίδου και Θεμιστοκλέους. Σύμφωνα με χρονόγραμμα που βρέθηκε πάνω από την πύλη του, το τζαμί χτίστηκε το 1490. Πρόκειται για ένα απλό, τετραγωνικής κάτοψης (πλευράς 8 μέτρων), μονόχωρο, τρουλοσκεπές κτίσμα. Μπροστά από την κύρια είσοδο υπήρχε εντυπωσιακό προστώο, με μαρμάρινους κίονες που έφεραν τόξα από κεραμικά πλακίδια. O θόλος, στηρίζεται σε οκταγωνικό τύμπανο που επικάθεται στους τέσσερις τοίχους του κτηρίου.  Το Oρτά Τζαμί είναι χτισμένο με πωρόλιθους μεγάλου μεγέθους και μάρμαρα παλαιότερων κτισμάτων, βυζαντινών και αρχαίων χρόνων. Στην ανατολική πλευρά της οκταγωνικής βάσης του τρούλου είναι φανερή η επαναχρησιμοποίηση αρχιτεκτονικού μαρμάρινου μέλους αρχαίας ελληνικής επιγραφής στο οποίο διατηρούνται χαραγμένα τρία κεφαλαία γράμματα, τοποθετημένα ανάποδα. Στην επιγραφή αναγράφονται τα γράμματα ΚΙΚ. Μπορεί να πρόκειται για τυχαίο γεγονός, ίσως όμως τα γράμματα αυτά να περιείχαν ένα μήνυμα που θα ήθελε να στείλει ο Έλληνας τεχνίτης σε κάποιους περισσότερο παρατηρητικούς ομοεθνείς του. Αυτή είναι εξάλλου και η εκδοχή που υποστηρίζει ο ερευνητής Θ. Γαβριηλίδης. Εξωτερικά η διακόσμηση του κυρίως τμήματος του τεμένους γίνεται με το υλικό αρμολόγησης, το οποίο έχει τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να προεξέχει από τους λίθους της τοιχοποιίας. Όσον αφορά το μιναρέ, ο κορμός του αναδεικνύεται χάρη σε ένα εντυπωσιακό μοτίβο που θυμίζει κέντημα και δημιουργείται από κονίαμα πλούσιο σε κεραμικά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το τζαμί φιλοξένησε ξένους στρατιώτες. Το 1938 το μνημείο κηρύχθηκε διατηρητέο. Αργότερα, σε διάφορες χρονικές περιόδους, χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, εργαστήρι μουσικών οργάνων, μαρμαράδικο και ξυλουργείο.
Μεντρεσέ τζαμί

Ξεχωρίζει για τον πανύψηλο μιναρέ του που σώζεται ακέραιος. Βρίσκεται απέναντι από το Βήμα του Αποστόλου Παύλου και αποτελεί το μεγαλύτερο και πιο καλοδιατηρημένο σωζόμενο τζαμί στη Βέροια. Κτισμένο στα μέσα του 19ου αι. (μετά το 1850), οφείλει το όνομά του στον παρακείμενο μεντρεσέ, δηλαδή το μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο. Εκείνη την εποχή, ο χώρος γύρω από το τζαμί θα πρέπει να ήταν ξεχωριστού κάλλους. Δεν είναι τυχαίο πως ήταν γνωστός με τα προσωνύμια «Τόπος Προσευχής», «Τόπος Λατρείας», «Υποδειγματική Κοιλάδα», «Τα Πολλά Κυπαρίσσια». Όσον αφορά τον τρόπο δομής του μνημείου, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θόλος του, διαμέτρου 11,5 μέτρων, που στηρίζεται στους περιμετρικούς τοίχους μέσω δωδεκάγωνου τύμπανου. Η επικάλυψή του γινόταν με φύλλα χαλκού, ενώ εσωτερικά είναι διακοσμημένος με φυτόμορφα μοτίβα και αποσπάσματα από το Κοράνι. Μία ακόμη ιδιαιτερότητα του τζαμιού είναι πως σε αυτό ανήκει ο μοναδικός μιναρές που σώζεται σήμερα ακέραιος στην πόλη. Στη βάση του, υπάρχει μαρμάρινο αγκωνάρι με ίχνη αρχαίας ελληνικής επιγραφής όπου αναγράφεται « ΒΩ...ΕΥΝ...» και το οποίο αποτελούσε αρχιτεκτονικό μέλος του Βωμού της Ευνομίας που προϋπήρχε στη θέση αυτή. Στο Τζαμί του Μενδρεσέ σώζεται επίσης το μιχράμπ, το αντίστοιχο του χριστιανικού ιερού δηλαδή, το οποίο είναι πάντα προσανατολισμένο προς τη Μέκκα. Το μιχράμπ, αν και έχει υποστεί φθορές, φαίνεται πως ήταν καλοδουλεμένο και διακοσμημένο με έντονα χρώματα. Σήμερα, το Τζαμί του Μενδρεσέ ανήκει στην κυριότητα της Ιεράς Μητρόπολης Βέροιας.
Στη σημερινή οδό Μάρκου Μπότσαρη, βρίσκεται το 3ο και το 14ο Δημοτικό Σχολείο Βέροιας. Η ανέγερση του κτηρίου ξεκίνησε το 1909 από τους Τούρκους, προκειμένου να μην υστερούν έναντι των Βεροιαίων, που είχαν ήδη κατασκευάσει με δικούς τους πόρους ένα νέο κτήριο εκπαίδευσης, το Γυμνάσιο Βέροιας. Το κτήριο αυτό εξακολούθησε να λειτουργεί ως μουσουλμανικό σχολείο και μετά την απελευθέρωση της πόλης, ενώ ως ελληνικό σχολείο χρησιμοποιήθηκε μετά το 1924. Πρόκειται για ένα τριώροφο κτήριο με κεραμοσκεπή, στο οποίο συνδυάζονται διακριτικά νεοκλασικά και μπαρόκ στοιχεία. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν δομικά υλικά από τον πύργο της Βασίλισσας Βεργίνας που βρίσκεται πίσω από τα δικαστήρια, από τα γύρω τείχη, τον πύργο του Ωρολογίου και τα παλαιά κάστρα της περιοχής. Το κτήριο αποκαταστάθηκε κατά τη νεότερη περίοδο, οι εργασίες όμως περιορίστηκαν μόνο στις όψεις του.
Χουνκιάρ Τζαμί. Παλιά Μητρόπολη
Πρόκειται για την παλιά μητρόπολη της Βέροιας (11ος αιώνας) που κατά την οθωμανική περίοδο μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος με την επωνυμία Χουνκιάρ Τζαμί (Ηϋηkâr Camii) (τζαμί της Νίκης). Από τη φάση αυτή του κτίσματος σήμερα είναι ορατός ο μιναρές και μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών επιχρισμάτων του ναού. Μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, ο ναός επαναλειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα. Αργότερα μετατράπηκε σε κτήριο της Χριστιανικής Ένωσης Oρθοδόξων Βέροιας «Απόστολος Παύλος», ενώ κατά τη διάρκεια των πολέμων στέγασε κρατικές υπηρεσίες. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η Παλαιά Μητρόπολη χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος. Ακόμη και σήμερα όμως, ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, δεν χαίρει του σεβασμού που της αξίζει.
Μαχμούτ Τσελεμπή τζαμί ( επί της οδού Θωμαΐδου)

Δίπλα στο Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας (πρώην μύλο Μάρκου) στέκει ακόμη το Τζαμί του Μαχμούτ Τσελεμπή, χτισμένο πάνω στα νότια τείχη της πόλης. Το μνημείο αυτό είναι γνωστό ως Μπογιαλί Τζαμί, δηλαδή βαμμένο τζαμί, προσωνύμιο που οφείλεται στα ζωηρά χρώματα με τα οποία ήταν βαμμένο, ίχνη από τα οποία σώζονται ακόμα. Σήμερα δεν διαφέρει εξωτερικά από μια μεγάλη ιδιωτική κατοικία με κεραμοσκεπή. Ο μιναρές του Μπογιαλί Τζαμιού ήταν πραγματικά εντυπωσιακός. O κορμός του ήταν καλοδουλεμένος με ραβδώσεις και έμοιαζε με κίονα δωρικού ρυθμού, ενώ στην κορυφή του υπήρχε μια «κορώνα». O μιναρές γκρεμίστηκε το 1940, ενώ είχε ήδη χάσει την κορυφή του. Σήμερα σώζεται τμήμα της βάσης του. Μια ακόμη ιδιαιτερότητα του τζαμιού ήταν πως αυτό ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα, το ένα εκ των οποίων λειτουργούσε ως σχολείο. Το Μπογιαλί Τζαμί χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως κατοικία, ενώ σήμερα είναι εγκαταλελειμμένο και σε κακή κατάσταση.

Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, όλα τα οθωμανικά ακίνητα καταγράφηκαν και περιήλθαν στην ελληνική κυριότητα. Ανάμεσα σε αυτά, υπήρχαν και τεμένη τα οποία δόθηκαν σε Έλληνες και χρησιμοποιήθηκαν, ύστερα από μετατροπές, ως κατοικίες.
Ένα από αυτά είναι το Τζαμί του Σούμπαση που σώζεται σήμερα ως κατοικία στη συμβολή των οδών Ειρήνης και Μιαούλη. Φαίνεται πως ήταν ένα αρκετά μεγάλο σε μέγεθος τζαμί, με εντυπωσιακό θόλο και μιναρέ. Στο ισόγειο, τα χτισμένα παράθυρα με τα οξυκόρυφα τόξα μαρτυρούν το παρελθόν του κτηρίου. Ακόμη, σε κατοικίες έχουν μετατραπεί το Μπαΐρ Τζαμί, δηλαδή τζαμί της πλαγιάς στη συμβολή των οδών Σμύρνης και Ταντάλου, καθώς και το Γιολά Γκελντί Τζαμί στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής Καλλιθέας, σε πάροδο της οδού Αθανασίου Διάκου. Το τέταρτο τέμενος που είναι σήμερα κατοικία, το γνωστό Τζαμί της Μπαρμπούτας, βρισκόταν κοντά στη γέφυρα της Δήμητρας. Αν και ήταν το γραφικότερο τέμενος της Βέροιας (υπάρχει και
η άποψη πως ήταν μοναστήρι δερβίσηδων), τίποτα στη σημερινή του εξωτερική όψη δεν φανερώνει την ιστορία του.
Υπήρξαν όμως και μερικά τζαμιά τα οποία δεν υπάρχουν πια. Αυτά ήταν κυρίως πολύ μικρά σε μέγεθος και η κατασκευή τους ήταν δευτερεύουσας σημασίας και με ευτελή υλικά. Ένα από αυτά βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Μάρκου Μπότσαρη και ονομαζόταν Τζαμί της Νότιας Πλευράς της Πλατείας Ωρολογίου. Όπως τα περισσότερα τεμένη που ήταν χτισμένα στην άκρη της πόλης, έτσι και αυτό είχε δίπλα του μουσουλμανικό νεκροταφείο. Λίγο πιο πάνω, στην Πλατεία Μάρκου Μπότσαρη, βρισκόταν το Τσερμέν Τζαμί. Τέλος, υπήρχαν δύο ακόμη μικρά τζαμιά για τη μορφή των οποίων δεν έχουμε κανένα στοιχείο. Το Τζαμί της Πόρτας του Νερού (Σου Καπουσού Τζαμί) βρισκόταν στο δρόμο προς τους Στρατώνες και το Τζαμί της Απέναντι Γειτονιάς (Καρσί Μαχαλά Τζαμί) στην οδό Μικράς Ασίας, και κοντά στη βόρεια όχθη του Τριποτάμου.

Δίδυμοι λουτρώνες(επί της οδού Λουτρού)

Στο κέντρο της Βέροιας σώζονται σήμερα, σε σχετικά καλή κατάσταση, τα Δίδυμα Λουτρά του Σινάν του Αλατά. Ιδρύθηκαν από τον Τουζτζού Σινάν Μπέη σε άγνωστη χρονική περίοδο 15  και λειτουργούσαν μέχρι το 1935. Τα Δίδυμα Λουτρά της Βέροιας αποτελούνται από το ανδρικό και το γυναικείο τμήμα, όμοια ως προς τη μορφή τους, την κατασκευαστική τους δομή και τη λειτουργία, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η ονομασία του λουτρού. Η ιδιαιτερότητα του συμπλέγματος έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για τα μοναδικά δίδυμα λουτρά στα οποία το γυναικείο και το ανδρικό τμήμα εμπλέκονται μεταξύ τους αναπτύσσοντας σχήμα Γ με ισόπλευρα μέρη. Τόσο το γυναικείο, όσο και το ανδρικό τμήμα αποτελούνται από τρεις βασικούς χώρους: τα αποδυτήρια, το χλιαρό διαμέρισμα και το θερμό διαμέρισμα σε άμεση σχέση με το χώρο του κλιβάνου. Επιπρόσθετα, στα λουτρά της Βέροιας σώζονται και υπόκαυστα, στοιχείο που συναντάται σχετικά σπάνια στον ελλαδικό χώρο. Και στα δύο τμήματα του δίδυμου λουτρώνα, ο μεγάλος χώρος των αποδυτηρίων στεγάζεται με ημισφαιρικό θόλο, κατασκευασμένο από οπτόπλινθους, που έχουν μεγάλη αντοχή σε θλίψη, απαραίτητη προϋπόθεση για να αντεπεξέλθουν στην εντατική κατάσταση που δημιουργείται στις θολωτές κατασκευές. Όσον αφορά τον εσωτερικό διάκοσμο του χαμάμ, εκτός από τα ψηφιδωτά που σώζονται στα αποδυτήρια του ανδρικού τμήματος, ίχνη στο θόλο του ίδιου χώρου αποκαλύπτουν πως υπήρχε επίχρισμα διακοσμημένο με φυτικά μοτίβα. Γενικότερα τα ανδρικά λουτρά ήταν λίγο μεγαλύτερα, πιο προσεγμένα και είχαν πλουσιότερη διακόσμηση από τα γυναικεία. Τα Δίδυμα Λουτρά του Σινάν του Αλατά κηρύχτηκαν διατηρητέα το 1963. Το 1995, το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του Δήμου Βέροιας και σήμερα χρησιμοποιείται ως εργαστήριο συντήρησης βυζαντινών τοιχογραφιών (από την 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων).

Βιβλιογραφία
Α. Αναστασόπουλος, «Μουσουλμάνοι και χριστιανοί στη Βέροια του β΄ μισού του 18ου αιώνα», Βέροιας Μελετήματα, Φίλοι Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας, Βέροια 2003.
Θ. Παπαζώτος, Oδοιπορικό στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή Βέροια, Αθήνα 2003
Θ. Γαβριηλίδης, H Βέροια στους αιώνες, Βέροια 1999
Β. Μαυροματίδου, «Αποκατάσταση του Oρτά Τζαμί στη Βέροια», διπλω-ματική εργασία του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «ΠροστασίαΜνημείων» του Ε.Μ.Π., Αθήνα 2003

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Εβραϊκή συναγωγή - σπίτι της Βέροιας

Ομάδα 1: "οι ζωγράφοι"






Ομάδα 4: "οι συγγραφείς"



Η Μανταλύν , η εβραιοπούλα-ήταν  δεν ήταν δεκαπέντε χρόνων- κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου. Άνοιξη. Οι  τσιρίδες των παιδιών μπορεί και να έφταναν στο Καρά- Αχμέτ. Τότε ήταν που τον είδε για πρώτη φορά. Άντρας ψηλός, γεροδεμένος, παλικάρι. Φορούσε τη στρατιωτική στολή  και μιλούσε ζωηρά. Τον έλεγαν Μάρκο. Έτσι πήρε το αυτί της εκείνη την ώρα. Μετά ξεχάστηκε χαζεύοντας το νερό του ποταμού.
          Τι ήθελε εκείνο το απόγευμα να βγει από την προστασία της μεγάλης πόρτας… Αιώνες τώρα κλείδωνε και φύλαγε τη φυλή της. Ο Γερμανός την πήρε στο κατόπι. Άνοιξε το βήμα της, έτρεχε. Κόντευε να φτάσει στην πύλη. Και μετά ο χτύπος στο βοτσαλωτό. Γύρισε και είδε την απειλή της πεσμένη πάνω στο βοτσαλωτό. Δίπλα στεκόταν ο Μάρκος. Αλαφιασμένη έφυγε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να τον ευχαριστήσει. Το επόμενο πρωί ο Μάρκος είχε στηθεί κοντά στη Συναγωγή. Ο αρραβώνας τους σε λίγες μέρες και ο γάμος κοντά, να έχουν και μια χαρά μέσα στην λύπη της πόλης.
          Τα νέα έφταναν δυσάρεστα, αινιγματικά από τη Θεσσαλονίκη. Ο ραβίνος  τους έλεγε να μην φοβούνται. Στη Γερμανία, αν χρειαστεί να πάνε, θα πάνε για δουλειά. Κάποιοι όμως  ήδη άρχισαν να κάνουν το κουμάντο τους μέσα στη μπόρα. Δυο ρούχα, τιμαλφή, λίρες, κάτι να τους κρατήσει, στα γύρω χωριά μέχρι να περάσει το κακό. Οι χωρικοί είναι καλοί, θα τους βοηθήσουν. Ο Μάρκος ζητούσε από τη Μανταλύν να φύγουν μαζί, τώρα, να  πάνε στο χωριό του. Κάτι θα κάνουν εκεί. Το μπαχτσεδάκι, οι ηλικιωμένοι γονείς του που περίμεναν και αυτοί τη χαρά του γιου. Η Μανταλύν δίσταζε. «Θα δώσουμε λίρες, διαμαντικά, αν χρειαστεί. Δε θα μας πειράξουν. Είναι και η μάνα μου εδώ. Δε θα μας πειράξουν».
          Δε θα μας πειράξουν έλεγε με τα μάτια του ο Μάρκος στην Μανταλύν, όταν  λίγους μήνες μετά την τραβολογούσαν μαζί με τη φυλή της για να τους φορτώσουν στα βαγόνια. Έτρεξε ξοπίσω της, φώναζε στους Γερμανούς ότι θα την παντρευτεί, θα γίνει μια Ελληνοπούλα. Ποιος να τον ακούσει εκείνη την ώρα… Ίσως ούτε η Μανταλύν. Με το κεφάλι σκυφτό η πομπή των Εβραίων έφτασε στον Φόρο και από εκεί στον σταθμό. Η Μανταλύν είναι μόνη. Το χέρι της μάνας. Τα βλέμμα του Μάρκου. Γεια.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Πλατεία Ωρολογίου - Μπαρμπούτα


Δεύτερη στάση μας η πλατεία Ωρολογίου και η Μπαρμπούτα. Οι ομάδες εναλλάσσονται στους ρόλους τους, ώστε να συμμετέχουν σε όλες τις διαφορετικές δράσεις
Ομάδα 1 "οι συγγραφείς"


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο
    Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Χατζηκώστας δε διέπραξε το έγκλημα .  Ναι, σίγουρα η λέξη «έγκλημα» είναι η κατάλληλη για κάτι  τέτοιο και ο χαρακτηρισμός «εγκληματίας» γι’ αυτόν που το έκανε, όποιος κι αν ήταν. 
«Δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο», σκεφτόταν.
Εδώ και τόσες μέρες, από τότε που ανέλαβε την υπόθεση σκεφτόταν όλη τη μέρα, κάθε μέρα αδιάκοπα.
«Δεν είναι δυνατόν…», έλεγε με απόλυτη σιγουριά.
Και φυσικά, κανένας και τίποτα δε θα μπορούσε να του αλλάξει τη γνώμη. Ο παλιός του φίλος ήταν κάτι παραπάνω από απλός φίλος γι’ αυτόν · ήταν αδερφός με όλη τη σημασία της λέξης. Καθόταν ως αργά, κάθε μέρα, μήπως και βρει κάτι υπέρ του, κάτι που να τον βοηθούσε να εξιχνιάσει την υπόθεση. Τις περισσότερες φορές ,μάλιστα, δεν κοιμόταν καθόλου, πράγμα που σήμαινε ότι αυτός που βρισκόταν πίσω από το πρόσωπο του παιδικού του φίλου, ήξερε πολύ καλά τί έκανε εκείνη τη νύχτα. Τις φορές όμως που ο ύπνος τον κυρίευε, ξυπνούσε την άλλη μέρα με ένα δάκρυ στο μάγουλό του. Το μόνο που του έδινε ελπίδα για να αποδείξει την αθωότητα του Χατζηκώστα – γι’ αυτόν ήταν απλά ο Δήμος – ήταν εκείνο το στοιχείο που εξαφανίστηκε. Εκείνο το κυπαρισσί σακάκι με τα επιχρυσωμένα κουμπιά και το άσπρο μαντήλι στο πέτο που έκρυβε τόσες αλήθειες και, ίσως, ήταν το μοναδικό παράπτωμα του πραγματικού ενόχου. Θα έπρεπε όμως να δραστηριοποιηθεί περισσότερο · το να αναλώνεται σε γεγονότα του παρελθόντος δεν τον βοηθούσε σε καμία περίπτωση.

Το κλίμα ήταν ψυχρό και γεμάτο καχυποψία. Τον επηρέαζε πολύ · ακόμα και στον τρόπο που περπατούσε. Περπατούσε αργά, με βαριά βήματα και κεφάλι φορτωμένο. Είχε βάλει στόχο εκεί, στον τόπο όπου βρισκόταν όλοι οι σχετικοί με την υπόθεση, να τους παρατηρήσει καλά. Έστρεψε το βλέμμα του αριστερά. Εκεί, στεκόταν  κάποιοι μαυροφορεμένοι τύποι, οι οποίοι ατάραχοι, περίμεναν υπομονετικά τον ήχο της έναρξης της δίκης. Καθόλου άγχος, ούτε βιασύνη. Τον ξάφνιασε η υπερβολική γαλήνη και ηρεμία. Παράλληλα όμως, ένιωσε περίεργα όταν ο ένας από αυτούς κάρφωσε τα μάτια του πάνω του, διαισθανόμενος την εχθρική αύρα. Κοίταξε για λίγο το ρολόι του… Η ώρα δεν ήταν με τα μέρος του! Σε λίγα λεπτά θα κρινόταν  το μέλλον του φίλου του και αυτός δεν είχε καμία απόδειξη · μόνο τη βεβαιότητα ότι ο Δήμος δεν ήταν ο ένοχος. Ανέκτησε ξανά τις αισθήσεις του και συγκεντρώθηκε ολοκληρωτικά στην έρευνα.
    Στα δεξιά του, ο όχλος. Πλούσιοι, φτωχοί, άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά… Όλοι αγωνιούσαν για το αποτέλεσμα της δίκης. Ήθελαν να μάθουν αν θα τιμωρηθεί ο ένοχος και φυσικά, αν θα επέλθει η νέμεση. Ανάμεσά τους, οι αυτόπτες μάρτυρες. Ήταν μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι μόνο και μόνο με την παρουσία τους, επηρέαζαν θετικά ή αρνητικά το ήδη ανήσυχο κλίμα. Η κατάθεσή τους θα ήταν πολύ σημαντική για την εξέλιξη της δίκης, ίσως καθοριστική… Τώρα, στο προσκήνιο του μυαλού του, δέσποζαν  περισσότερα ερωτηματικά. Θεώρησε καλή την ιδέα να φέρει στο μυαλό του αυτά που γνώριζε από τις μαρτυρίες τους.
    Εκείνη τη νύχτα, σύμφωνα λοιπόν με τους μάρτυρες, ο προδότης φορούσε το χαρακτηριστικό κυπαρισσί σακάκι με τα επιχρυσωμένα κουμπιά και το λευκό μαντήλι στο πέτο καθώς οδηγούσε τους άτυχους άντρες  στον επιβλητικό πλάτανο. Ειδικότερα, ο ένας από αυτούς είχε παρατηρήσει τη χαλαρότητα στις κινήσεις του ενόχου · πόσο αναίσθητος –αυτήν ακριβώς τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει ένας από τους μάρτυρες, αναίσθητος – φαινόταν. Να, κάτι ακόμα που τον έκανε να νιώθει μεγαλύτερη σιγουριά για το φίλο του. Παρολ’ αυτά, το κυπαρισσί σακάκι συνέχιζε να του κινεί το ενδιαφέρον… Ο ήχος που ακολούθησε ερχόταν μέσα από την αίθουσα και εκτός από την έναρξη της δίκης, σήμαινε και την έναρξη του προσωπικού του βάσανου. Όμως ήξερε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα, αφού στο τέλος πάντα αποκαλύπτεται η αλήθεια. Ή μήπως όχι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
    Περισσότερο αποφασισμένος ,τώρα, έπρεπε να παραμερίσει όλα τα αρνητικά συναισθήματα και να προχωρήσει στη συνωστισμένη αίθουσα του δικαστηρίου. Α ναι… το δικαστήριο… ή μάλλον το «Δικαστικό Μέγαρο» για να το εκφράσω πιο επίσημα… Βρισκόταν καταμεσής της πλατείας Ωρολογίου και μερικές φορές ο ίδιος σκεφτόταν τα παιχνίδια που του έπαιζε η μοίρα, κοιτάζοντας με δέος τόσο την πλατεία όσο και τον υπερβολικά ψηλό -για τις ανθρώπινες διαστάσεις- πλάτανο. Τότε ήταν που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του αυτό το πικρό χαμόγελο… Ο πλάτανος, από τον οποίο είχε ξεκινήσει η όλη ιστορία κι ίσως ήταν ο μόνος που γνώριζε την αλήθεια, αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της πλατείας, μέσα στην οποία το δικαστήριο θα έκρινε τον ένοχο.
«Τι ειρωνεία!!», συλλογίστηκε.
 Αυτοί και ακόμα περισσότεροι συλλογισμοί ήταν ο ανίκητος εχθρός του, το προσωπικό του βάσανο · όπως επίσης και το γεγονός ότι η αλήθεια δεν είχε ακόμα φανερωθεί. Βρήκε τη δύναμη όμως. Σήκωσε την τετράγωνη μαύρη τσάντα και προχώρησε. Μπροστά του, όλα τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου –που ως συνήθως ήταν ψυχροί και απλησίαστοι- τον υποδεχόταν με μια απαξιωτική ματιά. Δεν ξαφνιάστηκε όμως · είχε ξανασυναντήσει τέτοιου είδους συμπεριφορές. Από την άλλη μεριά, οι οικογένειες των θυμάτων. Ένιωθε τόσο μεγάλη στεναχώρια για τους γονείς αλλά ταυτόχρονα και θαυμασμό για τη δύναμή τους. Κάθισε στην ακριβώς απέναντι πλευρά, περιμένοντας το Δήμο.


   Ξάφνου, ακούει κάποιους ψιθύρους · για την ακρίβεια πολλούς ψιθύρους, ομιλίες και υπόκωφα σχόλια. Υποψιάστηκε τότε πως ο, τόσα χρόνια, φίλος του θα πλησίαζε στο χώρο της δίκης. Δεν έπεσε έξω… Ο κατηγορούμενος διέσχιζε αργά την αίθουσα με τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, μέχρι… Μέχρι που αντίκρισε τον εγκάρδιο φίλο του να τον περιμένει. Ένιωσε κάτι που τον ενθάρρυνε, κάτι σαν ελπίδα. Από την άλλη όμως, ο δικηγόρος του, ο φίλος του, ένιωθε απαίσια · αρχικά, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για να διαλευκάνει την υπόθεση κι ακόμα, γιατί δεν είχε το κουράγιο να αντιμετωπίσει το Δήμο. Παρόλα αυτά, τη στιγμή που κάθισαν μαζί, μετά τη σιωπή που προηγήθηκε, ο δικηγόρος έσφιξε το χέρι του φίλου του.
«Μην ανησυχείς», του είπε εμπιστευτικά. Ίσως χρειαζόταν κι ο ίδιος να το ακούσει, ίσως το είχε περισσότερη ανάγκη…


   Η αυστηρή φωνή του δικαστή ήρθε να δώσει τέλος στην αγωνία κάθε ατόμου εκεί μέσα. Ξεκίνησε με τα τυπικά που ορίζουν την έναρξη κάθε δίκης:
«Καλημέρα σας. Το αξιότιμο δικαστήριο, θα συνεδριάσει σήμερα για να διαλευκάνει την υπό θεση... Ο κατηγορούμενος, κ. Δήμος Χατζηκώστας, παρευρίσκεται εντός της αιθούσης όπως και οι οικογένειες των θυμάτων, έτσι;…χμμ…πολύ καλά, πολύ καλά», αναφώνησε.
 «Αφού όλοι δηλώνουμε παρόντες, ας προχωρήσω στην  υπενθύμιση της υπόθεσης. Το βράδυ της………… του έτους…………………….. ο κατηγορούμενος, Δήμος Χατζηκώστας, έγινε αντιληπτός από αυτόπτες μάρτυρες να οδηγεί τους συμπατριώτες του, κ. Αναστασιάδη και κ. Κυριακίδη, στο γέρικο πλάτανο της πλατείας Ωρολογίου –γνωστό σημείο απαγχονισμού όσων αγωνίστηκαν υπέρ της πατρίδας στα χρόνια που ο ελληνισμός ήταν υπό τον τουρκικό ζυγό-. Οι προαναφερθέντες όμως κύριοι…», είπε τώρα ο δικαστής με βαθιά συγκινημένη φωνή και συνέχισε, «προσέφεραν πολλά στους Έλληνες και αντιστάθηκαν με γενναιότητα και απαράμιλλο θάρρος στους Τούρκους. Ο κατηγορούμενος λοιπόν, ανενδοίαστα και δίχως ίχνος ντροπής, κατέδωσε τους συμπατριώτες του και μάλιστα στους Τούρκους, ατιμάζοντας έτσι, όχι μόνο την πατρίδα του και τους Έλληνες, αλλά και την προσωπική του συνείδηση».
«Προδοσία!», αναφώνησε κάποιος από το πλήθος παρασύροντας και τους υπόλοιπους. Από εκεί φαινόταν η δίψα του καθενός για παραδειγματική τιμωρία. «Προδοσία!!!».
    Η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο αποπνικτική για το δικηγόρο και το Δήμο. Ο δικαστής, τότε, αν και εσωτερικά αποζητούσε τέτοιου είδους αντιδράσεις, ύψωσε τον τόνο της φωνής του επαναφέροντας την τάξη. Θεωρούσε ότι το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα ήταν σχεδόν πάντα αλάνθαστο και πίστευε ότι του έδινε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για την υπόθεση, πιο ξεκάθαρη ακόμα και από τον πιο έμπιστο μάρτυρα, ακόμα και από το πιο έγκυρο στοιχείο! 
«Η υπόθεση όμως δεν τελειώνει σ’ αυτό το σημείο», συνέχισε ο δικαστής και ο δικηγόρος ένιωσε τους παλμούς του να αυξάνονται. «Ο κ. Δήμος Χατζηκώστας θεωρείται ο ένοχος διότι παρατηρήθηκε από τους μάρτυρες να φοράει , εκείνη τη νύχτα, ένα σακάκι –χρώματος κυπαρισσί- αντικείμενο το οποίο είχε βρεθεί στο σπίτι του κ. Χατζηκώστα. Συνέβη όμως η εξαφάνισή του προ ολίγων ήμερων, από το σπίτι του ενόχου, να αναστατώσει τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα…», είπε ο δικαστής με ανήσυχο τόνο. «Έχουμε διερευνήσει τα πάντα και συμπεράναμε ότι ο κ. Δήμος Χατζηκώστας δεν είναι αυτός που το εξαφάνισε!».  
     Απόλυτη ησυχία στην αίθουσα… Ακουγόταν μόνο ελάχιστα και χαμηλόφωνα η φωνή ενός από την ομάδα των μαυροντυμένων, τους οποίους είχε απαντήσει ο δικηγόρος στο διάδρομο. Δε δόθηκε ιδιαίτερη σημασία από κανέναν, εκτός από το δικηγόρο. Τώρα, είχε καταλάβει πως ήταν λίγο περισσότερο ανήσυχοι, ειδικότερα ο ένας, αυτός που ασταμάτητα ψιθύριζε στο αυτί του διπλανού του. Ακόμα, παρατήρησε ότι είχε φορέσει το καπέλο του.
    Μετά από αυτές τις αντιδράσεις λοιπόν και μ’ αυτά τα λόγια, ο δικαστής έδωσε τέλος στη  συνοπτική αλλά ταυτόχρονα βασανιστική ομιλία του. Γιατί ποιος θέλει να θυμάται τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος; Κανένας · αν και είναι όντως χρήσιμο μερικές φορές. Και στην περίπτωσή μας, ο Χατζηκώστας ωφελήθηκε. Έμαθε πως η εμπιστοσύνη κερδίζεται μετά από πολύ χρόνο. Έμαθε ότι θα πρέπει να σκέφτεται πολύ καλά ό,τι κάνει γιατί μπορεί να του κοστίσει τη ζωή. Αυτά σκεφτόταν κατά τη διάρκεια του μακρόσυρτου –γι’ αυτόν- λόγου κι ένιωθε να τον καταπνίγουν οι τύψεις. Και όχι επειδή διέπραξε το «έγκλημα» και ό,τι άλλο του καταλόγιζαν, αλλά επειδή θα μπορούσε να τα αποφύγει όλα αυτά, αν ήταν λιγότερο επιπόλαιος. Και τώρα βρίσκεται εδώ μαζί με τον αιώνιο φίλο του, ο οποίος τόσο πολύ προσπαθεί να τον ξεμπλέξει από όλο αυτό και να τον βοηθήσει. Ο Δήμος δε θα μπορούσε να νιώσει τίποτε άλλο παρά ευγνωμοσύνη…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
    Ακολούθησε ένας καταιγισμός  ιδεών, επιχειρημάτων, ψεμάτων, διαφωνιών και ένας  σωρός από ανάμεικτα συναισθήματα, όπως λύπη, αγωνία, θάρρος, επιμονή, φόβος και από τις δύο μεριές. Καθώς ο δικηγόρος των οικογενειών των θυμάτων μιλούσε ακατάπαυστα, επιβαρύνοντας συνεχώς τη συνείδηση του Χατζηκώστα, το πλήθος ξεστόμιζε άκριτα χαρακτηρισμούς. Από την άλλη, ο εγκάρδιος φίλος του Δήμου είχε βάλει τα δυνατά του για να αντισταθεί στην αποδοκιμασία όσων βρίσκονταν στο χώρο. Δε μπορούσε όμως να καταφέρει πολλά. Εξάλλου, ο πραγματικός ένοχος είχε λειτουργήσει με πραγματικά μεγάλη ακρίβεια. Ο Δήμος, ήξερε από την αρχή ότι μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τον σώσει · ίσως το θαύμα της φιλίας. Γιατί, γνώριζε σε πόσο πλεονεκτική θέση βρισκόταν. Είχε έναν πραγματικό φίλο που τον στήριζε στις πιο δύσκολες στιγμές του, πράγμα που τον χαροποιούσε αφάνταστα.


    Στη συνέχεια, η ένταση όλο και μεγάλωνε. Οι δύο μεριές αντιμάχονταν όλο και περισσότερο. Ακόμα πιο πολύ… μέχρι την ανακοίνωση της απόφασης. Εκείνη η στιγμή ήταν ιερή για τις οικογένειες, που τόσο θα πρέπει να μισούσαν το Χατζηκώστα. Ο δικαστής –βαθιά φορτισμένος κι αυτός- ήταν έτοιμος να αναγγείλει την ετυμηγορία.
«Το αξιότιμο δικαστήριο, μετά τη συνεδρίαση που προηγήθηκε, αποφασίζει την καταδίκη του ενόχου κ. Δήμου Χατζηκώστα για εσχάτη προδοσία της πατρίδας του. Η ποινή είναι ισόβια φυλάκιση και θα εκτελεστεί άμεσα».
    Τα λόγια αυτά συνέτριψαν το Δήμο και το δικηγόρο. Ο πρώτος, ήθελε να ξεσπάσει σε κλάματα, όμως συγκρατήθηκε για χάρη του φίλου του. Του ψιθύρισε ένα, γεμάτο συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, «Ευχαριστώ». Ο δικηγόρος όμως, δεν ήθελε να το πιστέψει κι ούτε το έβαλε κάτω  · ακόμα κι όταν πήραν το φίλο του από δίπλα του.  Ήταν τόσο θυμωμένος όσο και αποφασισμένος...
   Βγήκε έξω από την αίθουσα. Βρέθηκε στο διάδρομο. Αντίκρισε τους μαυροφορεμένους τύπους. Αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Βγήκε έξω. Προχώρησε πίσω από εκείνον που ψιθύριζε. Ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Κάτι έπεσε.  Ο ήλιος ήταν ολόλαμπρος. Φώτιζε την πλακόστρωτη πλατεία, Φώτιζε και το επιχρυσωμένο κουμπί που είχε πέσει…    
ΤΕΛΟΣ


Ομάδα 4 "Οι ιστορικοί"
 
Πλατεία  Ωρολογίου
          Η πλατεία Ωρολογίου η οποία σηματοδοτεί το δυτικό όριο της παλιάς τειχισμένης Βέροιας , είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές πλατείες της πόλης και ξεχωρίζει για το επιβλητικό διώροφο κτίριο του Δικαστικού Μεγάρου, που βρίσκεται σε αυτήν.
          Κατά καιρούς έχει αλλάξει ονόματα όπως πλατεία Ωρολογίου ή Ρολόι, πλατεία Διοικητηρίου, πλατεία Δικαστηρίου, Βασιλέως Γεωργίου Α΄, πλατεία Ρακτιβάν.  Ονομάστηκε Ρολόι γιατί πριν από πολλά χρόνια στο σημείο αυτό δέσποζε ένας πύργος με ένα ρολόι. Ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν,  ο οποίος κατέλαβε την πόλη από το 1345 ως το 1350  έχτισε πολλούς πύργους στα τείχη της. Ο ένας ήταν η Ώρα ή ο πύργος του Ρολογιού. Ο γάλλος περιηγητής Delacoulonche περιγράφει τις αναλογίες του:  Το ύψος του ήταν  5,45μ. , η πρόσοψή του είχε μήκος 17,53μ. τα πλαϊνά 10,94μ. ενώ το πάχος του τοίχου 3,6μ. Για τα θεμέλιά του χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες πέτρες, μάρμαρα, σπόνδυλοι κιόνων, θραύσματα δωρικών και ιωνικών επιστυλίων. Στην κορυφή του υπήρχε ένα μηχάνημα που ανήγγελλε τις ώρες και του οποίου  ο ήχος ακούγονταν στον κάμπο βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο τους ανθρώπους να κανονίσουν τις δουλειές τους. Στο σχέδιο ανάπλασης της πλατείας του 2008  προβλέπονταν η δόμηση ενός πύργου σε ανάμνηση του παλιού  που υπήρχε εκεί.
           Η ονομασία Ρακτιβάν αποδόθηκε στην πλατεία  ως ένδειξη τιμής και μνήμης προς  τον κορυφαίο Βεροιώτη νομομαθή και πολιτικό, Κωνσταντίνο Δ. Ρακτιβάν (1865-1935),  ο οποίος χρηματοδότησε αφειδώς την ανέγερση πολλών σχολείων στην πόλη μας. Ο Κωνσταντίνος Δ. Ρακτιβάν το 1912 διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Βενιζέλου και υπήρξε την περίοδο 1912-1913 αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στη Μακεδονία με σκοπό την οργάνωσή της. Την περίοδο 1918-1920 διετέλεσε υπουργός εσωτερικών και αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης. Μετά την πολυκύμαντη ταραγμένη περίοδο των ετών 1920 – 1922, επανήλθε στην πολιτική ζωή το 1923,με την εκλογή του ως προέδρου της Δ΄ συντακτικής συνέλευσης. Προτομή του υπάρχει σήμερα στην πλατεία.
Πρώην δικαστικό μέγαρο
          Στην πλατεία Ωρολογίου δεσπόζει το κτίριο που μέχρι πρότινος στέγαζε τα δικαστήρια της πόλης. Κτίστηκε από τους Τούρκους  το 1906 και αποτελούσε το Διοικητήριο της Βέροιας. Η αρχιτεκτονική του  σε νεοκλασικό στυλ , όπως και άλλα δημόσια κτίρια που κατασκεύασαν οι Τούρκοι σε πόλεις της Μακεδονίας στις αρχές του 20ου αιώνα, δείχνει πόση επιμέλεια έδειχναν οι Τούρκοι στην αρχιτεκτονική των δημόσιων κτιρίων. Πρόκειται για  διώροφο κτίσμα με κεραμοσκεπή ορθογώνια κάτοψη και  με μαρμάρινη είσοδο. Μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους το 1912 αδιάλειπτα ως την μεταφορά των δικαστηρίων στην περιφερειακή οδό   αποτελούσε το Θέμιδος μέλαθρον της Βέροιας.
Πλάτανος
          Το δικό του στίγμα στην πλατεία έχει δώσει ο γέρικος πλάτανος ο οποίος χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο της φύσης, με υπουργική απόφαση του 1977.Το μεγάλο αυτό πλατάνι ήταν βρίσκεται στην έξοδο της πόλης για τη Δυτική Μακεδονία. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας αποτέλεσε τόπο εκτελέσεων των Ελλήνων που εξεγείρονταν εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Στα κλαδιά του παρέμεναν κρεμασμένοι για αρκετές μέρες όσοι εκτελούνταν για λόγους παραδειγματισμού  καθώς εκεί ήταν η μόνη διάβαση των ταξιδιωτών που κατευθύνονταν στα δυτικά. Στα κλαδιά αυτού του πλάτανου, μεταξύ των άλλων, απαγχονίστηκε ο οπλαρχηγός από τη Νάουσα Ζήσης Καραδήμος το 1705 με τους δυο γιους του και έξι ακόμη παλικάρια, γιατί αντιστάθηκαν στο παιδομάζωμα  νέων Ναουσαίων για τα σώματα των γενίτσαρων (Ευστ. Στουγιαννάκη, Ιστορία της πόλεως Ναούσης 1993 σελίδες 60-61). Το ιστορικό πλατάνι κινδύνευσε να κοπεί, όταν το 1969 άρχισε το κόψιμο των κλαδιών του, προκειμένου να είναι ανεμπόδιστη η θέα  των ανεγειρόμενων εκεί πολυκατοικιών, σώθηκε όμως χάρη στις ενέργειες  παλιών  βεροιωτών.
Πύργος της βασίλισσας Βεργίνας
          Συνυφασμένος με την πλατεία Ωρολογίου είναι ο πύργος του οποίου απομεινάρια υπάρχουν σήμερα πίσω από τα Δικαστήρια. Ο πύργος αυτός ονομάζεται πύργος της βασίλισσας Βεργίνας  και ως κατασκευαστής του αναφέρεται ο κράλης της Σερβίας Δουσάν (Χιονίδης Γ. 1970). Ο πύργος κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους το 1909 και τα υλικά του χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του τουρκικού σχολείου της πόλης, στο οποίο σήμερα στεγάζεται το 3° και 14° Δημοτικό Σχολείο Βέροιας (Χριστοδούλου Αν.:1960,Χιονίδης Γ. 1970.) Ποια ήταν άραγε η βασίλισσα Βεργίνα που έδωσε το όνομά της στον πύργο; Πρόσωπο υπαρκτό ή αποκύημα του θρύλου και της φαντασίας; Σύμφωνα με τον Γαβριηλίδη Θωμά, η βασίλισσα Βεργίνα ήταν πραγματικό πρόσωπο, μια αρχόντισσα που καταγόταν από την ονομαστή οικογένεια των Σουλτάνων Παλαιολόγων. Η αρχοντική αυτή οικογένεια υπήρχε από τον 13ο -14ο αιώνα στη Βέροια και είχε στην κατοχή της κτήματα. Ο ιστορικός -συγγραφέας Γ. Χιονίδης, υποστηρίζει πως ο μύθος της Βασίλισσας Βεργίνας είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, η οποία επηρεάστηκε από την ύπαρξη του πύργου. Σε κάθε περίπτωση ο θρύλος της βασίλισσας Βεργίνας έχει ως τα εξής:"Η Βασίλισσα Βεργίνα είχε δυο παλάτια, ένα στην πόλη, πάνω από τη γέφυρα αυτή και το άλλο στο σημερινό χωριό Βεργίνα. Τα δυο παλάτια επικοινωνούσαν με υπόγειους δρόμους οι οποίοι ξεκινούσαν από τέσσερα σημεία της πόλης κάτω στα θεμέλια  ναών. Όταν η βασίλισσα Βεργίνα ήθελε να προσευχηθεί, άνοιγε από το παλάτι της μια πόρτα, κατέβαινε μια σκάλα και περπατούσε από τις υπόγειες στοές προς τις εκκλησίες. Μαζί της έπαιρνε το παιδί της και μια δούλα. Όταν οι Τούρκοι μπήκαν από την περιοχή "Γιολά Γκελντί",δηλ. "το μέρος από όπου ήρθαν" και κυρίευσαν  την πόλη, η βασίλισσα Βεργίνα τους έβλεπε από το παλάτι της. Όταν κατάλαβε πως κινδύνευε πήρε το παιδί της, κατέβηκε από το παλάτι και στάθηκε στη μέση της γέφυρας της Μπαρμπούτας . Πριν ριχτεί στο ποτάμι είπε:

" Όπως γάζει το παιδάκι μου, έτσι να γάζει το ποτάμι.

Όπως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γεφύρι.

Όπως τρέχουν τα ματάκια μου, να τρέχουν κι οι διαβάτες".

Μετά  από αυτά τα λόγια έπεσε στο ποτάμι με το παιδί της και πνίγηκαν.

          Σήμερα

          Η σημερινή όψη της πλατείας υπάρχει έτσι από το 2009  ως αποτέλεσμα της μελέτης  των αρχιτεκτόνων Ν. Καλογήρου και Κώστα Μανωλίδη, οι οποίοι επιδίωξαν να ενοποιήσουν το παρελθόν με το παρόν της και τις ανάγκες των κατοίκων για ανάπαυση από τους ρυθμούς της πόλης. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σε αυτήν είναι το νέο ηρώο που αντικατέστησε το άγαλμα της ειρήνης που φιλοτεχνήθηκε  από τον καλλιτέχνη Ευθύμιο Καλεβρά και αποτελούσε το Ηρώο Πεσόντων της Βέροιας στα χρόνια της μεταπολίτευσης . Το νέο ηρώο έχει μήκος δεκαπέντε περίπου μέτρα και ύψος  περίπου δυο μέτρα. Είναι κατασκευασμένο από γυαλί, υαλόμαζα και σχιστόλιθο, ενώ στο κέντρο του υπάρχει το μακεδονικό στεφάνι. Στην χρυσή επιγραφή αναγράφεται :Είναι έργο του Κ. Βαρώτσου, ο οποίος έγινε γνωστός στο πανελλήνιο από το έργο του «Δρομέας» το οποίο φιλοξενήθηκε αρκετά χρόνια στην Πλατεία Ομονοίας.




Κάντε κλικ για να δείτε το σχετικό powerpoint για την Μπαρμπούτα

Κάντε κλικ για να δείτε το βίντεο




Λίγα λόγια για την βόλτα μας στην πόλη
9.45 π.μ. Βροχή ρυθμική, βαρύς ουρανός, μάλλον θα αναβάλουμε την επίσκεψή μας. 10.00 π.μ. Η βροχή σταμάτησε .Έχουμε ραντεβού στις 10.30 π.μ. στην πλατεία Ωρολογίου. Δειλά- δειλά καταφθάνουμε  στο σημείο συνάντησης. Και αρχίζουμε. Το δικαστικό μέγαρο, η ιστορία του πλάτανου, το ρολόι που τώρα δεν υπάρχει, το  καινούριο ηρώο. Σκαρφαλώσαμε στα απομεινάρια του πύργου της βασίλισσας Βεργίνας. Ανασκαλέψαμε τον θρύλο, αγγίξαμε την πέτρα, κοιτάξαμε στο πηγάδι- δυσάρεστο το παρόν του, παραγεμισμένο με κλαδιά και κουτάκια χυμού.  Και ξεκινήσαμε για την Μπαρμπούτα. Η κυρία Μαίρη, που ζει σε ανακαινισμένο πρώην εβραϊκό σπίτι,  στην αρχή της συνοικίας,  μας έδωσε πολλές χρήσιμες  πληροφορίες για την λειτουργικότητα των χώρων του σπιτιού στο παρελθόν και  φωτογραφικό υλικό. Και μετά  στη συναγωγή, στο «Κόκκινο σπίτι», στο κτίριο του «Όλγανου», στάση στη γέφυρα του Τριπόταμου. Κομψοτεχνήματα οι  εβραϊκές επιγραφές στους τοίχους των σπιτιών. Πόσες  φορές άραγε έχουμε σηκώσει το βλέμμα μας να τις  κοιτάξουμε; Στην  επιστροφή μας από τη Μπαρμπούτα, η τύχη πάλι  μας έκλεισε το μάτι. Κοντά στην παλιά Μητρόπολη, συναντήσαμε τον ιστορικό μελετητή και φιλόλογο Γαβριηλίδη Θωμά, που με  μεγάλη προθυμία μάς    μίλησε για την ιστορία του μνημείου. Σαν να αρχίζουμε να βλέπουμε την πόλη μας αλλιώς… 

Κάντε κλικ για να βείτε το βίντεο