Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Εβραϊκή συναγωγή - σπίτι της Βέροιας

Ομάδα 1: "οι ζωγράφοι"






Ομάδα 4: "οι συγγραφείς"



Η Μανταλύν , η εβραιοπούλα-ήταν  δεν ήταν δεκαπέντε χρόνων- κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου. Άνοιξη. Οι  τσιρίδες των παιδιών μπορεί και να έφταναν στο Καρά- Αχμέτ. Τότε ήταν που τον είδε για πρώτη φορά. Άντρας ψηλός, γεροδεμένος, παλικάρι. Φορούσε τη στρατιωτική στολή  και μιλούσε ζωηρά. Τον έλεγαν Μάρκο. Έτσι πήρε το αυτί της εκείνη την ώρα. Μετά ξεχάστηκε χαζεύοντας το νερό του ποταμού.
          Τι ήθελε εκείνο το απόγευμα να βγει από την προστασία της μεγάλης πόρτας… Αιώνες τώρα κλείδωνε και φύλαγε τη φυλή της. Ο Γερμανός την πήρε στο κατόπι. Άνοιξε το βήμα της, έτρεχε. Κόντευε να φτάσει στην πύλη. Και μετά ο χτύπος στο βοτσαλωτό. Γύρισε και είδε την απειλή της πεσμένη πάνω στο βοτσαλωτό. Δίπλα στεκόταν ο Μάρκος. Αλαφιασμένη έφυγε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να τον ευχαριστήσει. Το επόμενο πρωί ο Μάρκος είχε στηθεί κοντά στη Συναγωγή. Ο αρραβώνας τους σε λίγες μέρες και ο γάμος κοντά, να έχουν και μια χαρά μέσα στην λύπη της πόλης.
          Τα νέα έφταναν δυσάρεστα, αινιγματικά από τη Θεσσαλονίκη. Ο ραβίνος  τους έλεγε να μην φοβούνται. Στη Γερμανία, αν χρειαστεί να πάνε, θα πάνε για δουλειά. Κάποιοι όμως  ήδη άρχισαν να κάνουν το κουμάντο τους μέσα στη μπόρα. Δυο ρούχα, τιμαλφή, λίρες, κάτι να τους κρατήσει, στα γύρω χωριά μέχρι να περάσει το κακό. Οι χωρικοί είναι καλοί, θα τους βοηθήσουν. Ο Μάρκος ζητούσε από τη Μανταλύν να φύγουν μαζί, τώρα, να  πάνε στο χωριό του. Κάτι θα κάνουν εκεί. Το μπαχτσεδάκι, οι ηλικιωμένοι γονείς του που περίμεναν και αυτοί τη χαρά του γιου. Η Μανταλύν δίσταζε. «Θα δώσουμε λίρες, διαμαντικά, αν χρειαστεί. Δε θα μας πειράξουν. Είναι και η μάνα μου εδώ. Δε θα μας πειράξουν».
          Δε θα μας πειράξουν έλεγε με τα μάτια του ο Μάρκος στην Μανταλύν, όταν  λίγους μήνες μετά την τραβολογούσαν μαζί με τη φυλή της για να τους φορτώσουν στα βαγόνια. Έτρεξε ξοπίσω της, φώναζε στους Γερμανούς ότι θα την παντρευτεί, θα γίνει μια Ελληνοπούλα. Ποιος να τον ακούσει εκείνη την ώρα… Ίσως ούτε η Μανταλύν. Με το κεφάλι σκυφτό η πομπή των Εβραίων έφτασε στον Φόρο και από εκεί στον σταθμό. Η Μανταλύν είναι μόνη. Το χέρι της μάνας. Τα βλέμμα του Μάρκου. Γεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου